- σκεπτομένω
- σκέπτομαιlookpres part mp masc/neut nom/voc/acc dualσκέπτομαιlookpres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκεπτομένῳ — σκέπτομαι look pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπτομένωι — σκεπτομένῳ , σκέπτομαι look pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυχόν — ΝΜΑ επίρρ. κατά τύχη, ίσως (α. «αν τυχόν έλθεις, φέρε μου το βιβλίο» β. «σύν τε δύο σκεπτομένῳ τυχὸν εὑρήσομεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. μτχ. αορ. β τυχών, οῦσα, όν τού ρ. τυγχάνω*] … Dictionary of Greek